Άσυλο
Η λέξη άσυλο προέρχεται από το τήμα συλάω-ώ της αρχαίας ελληνικής που σημαίνει: απογυμνώνω, λεηλατώ, ληστεύω. Η λέξη άσυλο είναι σύνθετη με α΄ συνθετικό το στερητικό α- για να δηλώσει το ιερό και απαραβίαστο ενός χώρου.
Άλλο παράγωγο ουσιαστικό του ίδιου ρήματος, που χρησιμοποιήθηκε και ακούστηκε αρκετά τελευταία, είναι η λέξη σύληση: λεηλασία, αρπαγή, ιεροσυλία και η αντίστοιχη μετοχή: συλημένος (π.χ τάφος)
Ένα ενδιαφέρον άρθρο σχετικά με το πνευματικό άσυλο μπορείται να διαβάσετε εδώ, από τον Κ. Γεωργουσόπουλο.
Η λέξη άσυλο προέρχεται από το τήμα συλάω-ώ της αρχαίας ελληνικής που σημαίνει: απογυμνώνω, λεηλατώ, ληστεύω. Η λέξη άσυλο είναι σύνθετη με α΄ συνθετικό το στερητικό α- για να δηλώσει το ιερό και απαραβίαστο ενός χώρου.
Άλλο παράγωγο ουσιαστικό του ίδιου ρήματος, που χρησιμοποιήθηκε και ακούστηκε αρκετά τελευταία, είναι η λέξη σύληση: λεηλασία, αρπαγή, ιεροσυλία και η αντίστοιχη μετοχή: συλημένος (π.χ τάφος)
Ένα ενδιαφέρον άρθρο σχετικά με το πνευματικό άσυλο μπορείται να διαβάσετε εδώ, από τον Κ. Γεωργουσόπουλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου